καταμαγεύω

καταμαγεύω
καταμάγεψα, καταμαγεύτηκα, καταμαγεμένος, καταγοητεύω κάποιον: Δεν μπορώ να καταλάβω πώς τον καταμάγεψε και δε φεύγει από κοντά της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταμαγεύω — (AM καταμαγεύω) μαγεύω κάποιον εντελώς νεοελλ. προκαλώ απεριόριστο θαυμασμό σε κάποιον, γοητεύω …   Dictionary of Greek

  • καταμαγεύσω — καταμαγεύω bewitch aor subj act 1st sg καταμαγεύω bewitch fut ind act 1st sg καταμαγεύω bewitch aor subj act 1st sg καταμαγεύω bewitch fut ind act 1st sg καταμαγεύω bewitch aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) καταμαγεύω bewitch aor ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμαγευθεῖσαν — καταμαγεύω bewitch aor part pass fem acc sg καταμαγεύω bewitch aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμαγεύουσα — καταμαγεύω bewitch pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) καταμαγεύω bewitch pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμαγεύσωσιν — καταμαγεύω bewitch aor subj act 3rd pl καταμαγεύω bewitch aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθέλγω — (AM καταθέλγω) νεοελλ. μσν. θέλγω πολύ, καταμαγεύω, καταγοητεύω αρχ. υποτάσσω με μαγείες, καταμαγεύω …   Dictionary of Greek

  • καταμαγεύσας — καταμαγεύσᾱς , καταμαγεύω bewitch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καταμαγεύσᾱς , καταμαγεύω bewitch aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταγοητεύω — Α 1. καταγοητεύω, καταμαγεύω εκ τών προτέρων 2. εξαπατώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταγοητεύω «σαγηνεύω, εξαπατώ»] …   Dictionary of Greek

  • καταγοητεύω — καταγοήτευσα, καταγοητεύτηκα, καταγοητευμένος, γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, τον καταμαγεύω: Με καταγοήτευσε η ομιλία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταθέλγω — κατέθελξα, καταθέλχτηκα, καταθελγμένος, καταγοητεύω, καταμαγεύω: Με κατέθελξε η ομορφιά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”